- νοσοποιούς
- νοσοποιόςcausing sicknessmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοσοποιός — ό (ΑΜ νοσοποιός) αυτός που προκαλεί νόσο, νοσογόνος αρχ. μτφ. αυτός που προκαλεί πολιτική αναταραχή, στασιαστής, ταραχοποιός («τοὺς νοσοποιοὺς ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῑν», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + ποιός*] … Dictionary of Greek